- βιβλιοπώλης
- οαυτός που ασχολείται με την εμπορία βιβλίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιβλιοπώλης — bookseller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπώλης — ο (AM βιβλιοπώλης) πωλητής βιβλίων … Dictionary of Greek
βιβλιοπωλῶν — βιβλιοπώλης bookseller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπῶλαι — βιβλιοπώλης bookseller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπώλαις — βιβλιοπώλης bookseller masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπώλην — βιβλιοπώλης bookseller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιοβιβλιοπώλης — ο, θηλ. ισσα βιβλιοπώλης που εμπορεύεται παλαιά, ιδίως μεταχειρισμένα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + βιβλιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σ. Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek
βιβλιοπώλας — βιβλιοπώλᾱς , βιβλιοπώλης bookseller masc acc pl βιβλιοπώλᾱς , βιβλιοπώλης bookseller masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek